- ῥυμηδόν
- ῥυμ-ηδόν, Adv.A with a swing or rush, Polyaen.4.3.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥυμηδόν — with a swing indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυμηδόν — Α επίρρ. με ορμή ή με βιαιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύμη «δύναμη ορμή» + επιρρμ. κατάλ. (η)δόν* (πρβλ. βαθμ ηδόν, κωμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek